παροιμιακά

παροιμιακά
παροιμιακός
proverbial: neut nom /voc /acc pl
παροιμιακά̱ , παροιμιακός
proverbial: fem nom /voc /acc dual
παροιμιακά̱ , παροιμιακός
proverbial: fem nom /voc sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παροιμιακά — παροιμιακός proverbial neut nom/voc/acc pl παροιμιακά̱ , παροιμιακός proverbial fem nom/voc/acc dual παροιμιακά̱ , παροιμιακός proverbial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιακός — ή, ό / παροιμιακός, ή, όν, ΝΑ [παροιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν (ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”